στοιχειοθετώ

στοιχειοθετώ
Ν
1. σχηματίζω στο συνθετήριο λέξεις ή στίχους με τυπογραφικά στοιχεία
2. χτυπώ τα πλήκτρα λινοτυπικής ή μονοτυπικής μηχανής για τον σχηματισμό στίχων
3. κάνω φωτοσύνθεση, κάνω φωτοστοιχειοθεσία
4. μτφ. (για πράξεις, ενέργειες, εκδηλώσεις) θεμελιώνω («με βάση τα δικαιολογητικά που υπέβαλε, ο ενδιαφερόμενος δεν στοιχειοθετεί το δικαίωμα συνταξιοδότησής του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στοιχειοθετώ — στοιχειοθετώ, στοιχειοθέτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στοιχειοθετώ — στοιχειοθέτησα, στοιχειοθετήθηκα, στοιχειοθετημένος, τοποθετώ τα τυπογραφικά στοιχεία έτσι, ώστε να σχηματίζουν λέξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναστοιχειοθετώ — στοιχειοθετώ (κείμενο) εκ νέου, για δεύτερη φορά …   Dictionary of Greek

  • στοιχειοθέτηση — η, Ν η στοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθετώ. Η λ., στον λόγιο τ. στοιχειοθέτησις, μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • στοιχειοθεσία — η, Ν 1. (στην παραδοσιακή τυπογρ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιχειοθετώ, δηλαδή η τοποθέτηση τών τυπογραφικών στοιχείων με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν λέξεις και στίχους 2. η φωτοσύνθεση, η φωτοστοιχειοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • συνθέτω — Ν 1. συνδέω αρμονικά πολλά επιμέρους τμήματα για τη συγκρότηση ενός συνόλου 2. γράφω τη μελωδία μουσικού έργου 3. συγγράφω λογοτεχνικό έργο 4. (τυπογρ.) στοιχειοθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συν θετ τού συν τίθ ημι (πρβλ. σύνθεσις, σύνθετος), βλ. και λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”