- στοιχειοθετώ
- Ν1. σχηματίζω στο συνθετήριο λέξεις ή στίχους με τυπογραφικά στοιχεία2. χτυπώ τα πλήκτρα λινοτυπικής ή μονοτυπικής μηχανής για τον σχηματισμό στίχων3. κάνω φωτοσύνθεση, κάνω φωτοστοιχειοθεσία4. μτφ. (για πράξεις, ενέργειες, εκδηλώσεις) θεμελιώνω («με βάση τα δικαιολογητικά που υπέβαλε, ο ενδιαφερόμενος δεν στοιχειοθετεί το δικαίωμα συνταξιοδότησής του»).[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.